Ηρακλής, (λεπτομέρεια από το ανάγλυφο "Ο
θάνατος του Διομήδη", 1834)
Ponciano Ponzano
(1813-1877) plâtre, Μαδρίτη, RABASF
Ένα
γράμμα του Τόμας Μαν (Thomas Mann), στον Carl
Maria
Weber1
Munich
4
Ιουλίου 1920
Αγαπητέ
μου Her Weber:2
Οι
φιλικές υπηρεσίες του W.
Seindel3
μου έφεραν
ένα τόσο συγκινημένο και συγκινητικό
γράμμα κι ένα τόσο ωραίο ποιητικό δώρο
από σας – και τα δύο ήταν μια χαρά για
μένα, και σας ευχαριστώ θερμά και για
τα δύο.
Έχω
διαβάσει πάρα πολλά από τα ποιήματά σας
κι έχω βρει πολλά πράγματα που μου άρεσαν
και πολλά που εθαύμασα. Χωρίς αμφιβολία
δεν είναι τυχαίο το ότι πραγματοποιείται
τον καλύτερο εαυτό σας όταν η συγκίνησή
σας φτάνει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό
ελευθερίας και αυτοεγκατάλειψης, όπως
στους «Κολυμβητές», που περιέχουν πολλά
από τον ανθρωπισμό της νεότερης γενιάς,
και στην «Ηδυπάθεια των Λέξεων», ένα
ποίημα αναμφισβήτητης ομορφιάς. Τα λέω
αυτά παρά το γεγονός ότι έγραψα τον
Θάνατο στη Βενετία, για τον οποίο είπατε
τόσο καλά λόγια υπεράσπισης στο γράμμα
σας –ενάντια στις αντιρρήσεις και τις
κατηγορίες που πιθανότατα είναι ιδιαίτερα
οικίες και σε σας τον ίδιο. Θα ήθελα να
είχατε παρευρεθεί στη συζήτηση που
πρόσφατα κάναμε πάνω σε αυτό το θέμα,
ένα βράδυ που διαρκώς παρατεινόταν με
τον Willy Seidel
κι έναν ακόμη συνάδελφο, τον Kurt
Martens. Γιατί δεν θα έπρεπε
και δεν θα ήθελα σε σας και σε άλλους να
δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ένας τρόπος
συναισθήματος που σέβομαι, επειδή είναι
σχεδόν απαραίτητα διαποτισμένος από
το νου (πολύ περισσότερο απαραίτητα,
πάντως, από τον «κανονικό τρόπο»), θα
έπρεπε να είναι κάτι που θα ήθελα ν’
αρνηθώ η, απ’ όσο μου είναι προσιτός
(και θα μπορούσα να πω ότι σπάνια μου
είναι), θα επιθυμούσα ν’ αποκηρύξω.
Εσείς
με οξύτητα και σαφήνεια αναγνωρίσατε
τον καλλιτεχνικό λόγο ως προς το γιατί
αυτού του είδους η εντύπωση θα ήταν
δυνατόν να δημιουργηθεί. Ο λόγος αυτός
είναι σύμφυτος με τη διαφορά που υπάρχει
ανάμεσα στο Διονυσιακό πνεύμα του
λυρισμού , του οποίου το ξεχείλισμα
είναι ανεύθυνο και ατομικιστικό, από
το Απολλώνιο, αντικειμενικά ελεγχόμενο,
ηθικά και κοινωνικά ελεγχόμενο έπος.
Αυτό που επιδίωκα ήταν μια ισορροπία
του αισθησιασμού και της ηθικής σαν κι
αυτή που βρήκα τελειοποιημένη στις
Εκλεκτικές συγγένειες, που είχα διαβάσει
πέντε φορές, αν θυμάμαι καλά, όταν έγραφα
τον Θάνατο στη Βενετία. Αλλά το γεγονός
ότι αυτή η αφήγηση ανήκει ως προς τον
πυρήνα της στο είδος του ύμνου, ότι
αντλεί την προέλευσή της από τον ύμνο,
δεν είναι κάτι που μπορεί να σας έχει
διαφύγει. Η οδυνηρή πορεία της
αντικειμενοποίησης, όπως μου είχε
επιβληθεί από τις εσωτερικές αναγκαιότητες
της φύσης μου, περιγράφεται στην εισαγωγή
τού κατά τα άλλα αποτυχημένου Cesang
von Kindchen.
(Άσμα
του Μικρού Παιδιού)
Θυμάσαι;
Η ανώτερη η παραφροσύνη, η έκτακτη
Συγκίνηση
Κάποτε
μπορεί να είχε κυριεύσει και σένα επίσης,
ρίχνοντάς
σε κάτω
Έτσι
που να κείτεσαι, με το μέτωπο στα χέρια,
την ψυχή σου
Σε
ύμνο. Μέσα στα δάκρυα το πνεύμα όπως
πάλευε
Απαιτούσε
να μιλήσει με το τραγούδι. Αλλά αλλοίμονο
δεν υπήρχε
καμιά αλλαγή.
Για
μια προσπάθεια καταστολής άρχισε τότε,
μια παγερή
επιταγή
συγκράτησης.
Και
ιδού, το παράφορο τραγούδι μεταμορφώθηκε
σε
διδακτικό μύθο.
Αλλά
ο καλλιτεχνικός λόγος ως προς αυτή την
παρεξήγηση είναι ένας μόνο ανάμεσα σε
πολλούς άλλους· οι καθαρά διανοητικοί
λόγοι στην πραγματικότητα είναι πιο
σημαντικοί. Παραδείγματος χάριν, υπάρχει
η φυσιοκρατική απόκλιση της γενιάς μου
(τόσο ξένη σε σας τους νέους) που με
εξανάγκασε να δω την «περίπτωση» επίσης
κάτω από ένα παθολογικό φως, όπως και
σε μια εναλλαγή αυτού του μοτίβου (της
κλιμακτηρίου) με το συμβολικό μοτίβο
(του Tadzio στο ρόλο του Ερμή
Ψυχοπομπού). Κάτι που ακόμα περισσότερο
ανήκε σε μια διανοητική στάση, επειδή
ήταν και περισσότερο προσωπικό,
προστέθηκε: η εντελώς μη «Ελληνική»
αλλά μάλλον Προτεσταντική, Πουριτανική
(«αστική») βασική κατάσταση του νου όχι
μόνο των πρωταγωνιστών της ιστορίας
αλλά και του δικού μου· με άλλα λόγια,
η βασική δύσπιστη, βασικά απαισιόδοξη
στάση μας απέναντι γενικά στο πάθος. Ο
Hans Blüher,4
του οποίου τα
κείμενα με συναρπάζουν (ασφαλώς η ιδέα
του «Ρόλου του Ερωτικού Στοιχείου»,
κλπ. είναι έντονα βαθειά Γερμανική),
όρισε κάποτε τον έρωτα σαν την «κατάφαση
ενός προσώπου, αδιαφόρως της άξιας του».
Αυτός ο ορισμός κατανοεί όλη την ειρωνεία
του έρωτα. Αλλά ένας μοραλίστας –του
οποίου η άποψη, χωρία αμφιβολία, μπορεί
να αντιμετωπιστεί μόνο ειρωνικά-
αναγκαστικά θα σχολίαζε αυτά τα λόγια
ως εξής: «Ωραίο είδος κατάφασης αυτό,
“αδιαφόρως της αξίας”. Όχι ευχαριστώ».
Αλλά
περισσότερο στα σοβαρά τώρα: το πάθος
σαν σύγχυση και καταστροφή της αξιοπρέπειας
ήταν πραγματικά το θέμα της ιστορίας
μου –αυτό με το οποίο πρωταρχικά ήθελα
να καταπιαστώ δεν ήταν κάτι το ομοερωτικό
καθόλου. Ήταν η ιστορία –ειδομένη με
τον τρόπο του γκροτέσκ- του γερασμένου
Γκαίτε και εκείνου του μικρού κοριτσιού
στο Μάριενμπαντ που ήταν απόλυτα
αποφασισμένος να παντρευτεί, με την
συγκατάθεση της κοινωνικά φιλόδοξης,
του είδους της μαστροπού, μητέρας του
και παρά τη γεμάτη αποτροπιασμό φρίκη
της ίδιας του της οικογένειας, και το
κορίτσι χωρίς να θέλει καθόλου –ήταν
αυτή η ιστορία με όλες τις κωμικές της,
επαίσχυντες, τρομακτικά γελοίες
καταστάσεις, αυτή η συγκινητική, που σε
κάνει να μην ξέρεις τι να πεις μεγαλόπρεπη
ιστορία για την οποία μπορεί μα γράψω
μια μέρα στο τέλος. Αυτό που προστέθηκε
στο αμάλγαμα τότε ήταν μια προσωπική,
λυρική ταξιδιωτική εμπειρία που μ’
έκανε ν’ αποφασίσω να πάω τα πράγματα
ως τα άκρα εισάγοντας το μοτίβο του
«απαγορευμένου» έρωτα…
Αχιλλέας
θνήσκων. Innocenzo Fraccaroli (1805-1882). Villa Reale, Milan
Χρειάστηκε
ν’ αφήσω αυτό το γράμμα για ένα διάστημα.
Δεν ήθελα να το κλείσω χωρίς να έχω πει
κάτι περισσότερο για τη σχέση μου με
αυτή την συγκινησιακή τάση. Δεν θα έχετε
την αξίωση από μένα να την τοποθετήσω
απόλυτα πιο πάνω από την περισσότερο
κοινή εκδοχή. Θα υπήρχε μόνο μια αιτία
να τοποθετηθεί απόλυτα πιο κάτω: αυτή
που έχει σχέση με το «αφύσικο» στοιχείο
της, έναν όρο που ο Γκαίτε έχει εδώ και
πολύ καιρό απορρίψει με γερά επιχειρήματα.
Φανερά ο νόμος της πολικότητας δεν
ισχύει πάντα· το αρσενικό δεν είναι
απαραίτητο να έλκεται από το θηλυκό. Η
εμπειρία διαψεύδει την ιδέα ότι μια
έλξη προς το ίδιο φύλο είναι απαραίτητα
συνδεδεμένη με την «θηλυπρέπεια». Η
εμπειρία επίσης διδάσκει, χωρίς αμφιβολία,
ότι ο εκφυλισμός, ο ερμαφροδιτισμός, τα
ενδιάμεσα πλάσματα, με λίγα λόγια τα
απωθητικά παθολογικά στοιχεία μπορεί
να έχουν, και συχνά έχουν να κάνουν πολλά
με αυτή την ιστορία. Αυτή είναι η ιατρική
πλευρά του θέματος. Από την άλλη μεριά,
δύσκολα μπορεί να υποθέσει κάνεις ότι,
ας πούμε, ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Φρειδερίκος
ο Μεγάλος, ο Βίνκελμαν, ο Πλάτεν, ο Stefan
George ήταν ή είναι θηλυπρεπείς
ή μη ανδροπρεπείς. Σε αυτές τις περιπτώσεις
απλώς βλέπομε το στοιχείο της πολικότητας
ν’ αποτυχαίνει, και παρατηρούμε έναν
ανδρισμό τόσο έντονο που ακόμα και στα
ερωτικά πράγματα μόνο το αντρικό στοιχείο
έχει σημασία και παρουσιάζει ενδιαφέρον.
Ούτε για μια στιγμή δεν με εκπλήσσει το
γεγονός ότι ένας φυσικός νόμος (αυτός
της πολικότητας) παύει να λειτουργεί
σε αυτόν τον χώρο, ο οποίος παρά τον
αισθησιασμό του, έχει πάρα πολύ λίγα να
κάνει με τη φύση και πολύ περισσότερα
με το νου. Δεν βλέπω τίποτα το αφύσικο
και αντίθετα βλέπω ένα μεγάλο ποσοστό
διδακτικής σημασίας, ένα μεγάλο ποσοστό
υψηλόφρονος ανθρωπισμού, στην τρυφερότητα
του ώριμου ανδρισμού για τον πιο
αξιαγάπητο και εύθραυστο ανδρισμό. Ως
προς όσα έχουν σχέση με την κουλτούρα,
παρεμπιπτόντως, ο ομοερωτικός5
έρωτας είναι
φανερά τόσο ουδέτερος όσο είναι και το
άλλο είδος του έρωτα. Και στους δύο η
ατομική περίπτωση είναι το παν· και οι
δυο μπορούν να παράγουν χυδαιότητα και
σκουπίδια, και οι δυο έχουν τη δυνατότητα
του ανώτατου επιτεύγματος. Ο Λουδοβίκος
2ος της Βαυαρίας αποτελεί αναμφίβολα
ένα τυπικό δείγμα, αλλά το τυπικό στοιχείο
των ενστίκτων του μου φαίνεται ότι
ισορροπεί αρκετά η ευγενής αυστηρότητα
και αξιοπρέπεια ενός τέτοιου φαινομένου
σαν τον Stefan George.
Όσο
για μένα το ενδιαφέρον μου κατά κάποιο
τρόπο μοιράζεται ανάμεσα συ δύο βασικές
μορφές κοινωνικής οργάνωσης του Blüher,
την οικογένεια και τις σχέσεις των
αντρών μεταξύ τους. Είμαι ένας
οικογενειάρχης και ένας πατέρας Από
ένστικτο και πεποίθηση. Αγαπώ τα παιδιά
μου, πιο βαθειά απ’ όλα ένα μικρό κορίτσι
που μοιάζει πάρα πολύ στη γυναίκα μου
–ως το σημείο που ένας Γάλλος θα
χαρακτήριζε αυτή τη στάση μου ειδωλολατρική.
Και εδώ έχετε να κάνετε με τον «αστό».
Αλλά αν θα επρόκειτο να μιλήσουμε για
τον ερωτισμό, για της μη αστικές νοητικά
αισθησιακές περιπέτειες, τα πράγματα
θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν λίγο
διαφορετικά. Το πρόβλημα του ερωτισμού,
πραγματικά το πρόβλημα του ωραίου, θα
έλεγα ότι πρέπει να εννοηθεί σαν την
ένταση που δημιουργείται ανάμεσα στο
νου και τη ζωή. Έχω κάνει ορισμένους
υπαινιγμούς ως προς αυτό σ’ ένα κείμενο
όπου δεν θα το περίμενε κανείς. «Η σχέση
ανάμεσα στη ζωή και το νου», λέω στις
Σκέψεις, «είναι μια εξαιρετικά εύθραυστη,
δύσκολη, συνταρακτική, οδυνηρή σχέση
φορτισμένη με ειρωνεία και ερωτισμό».
Και συνεχίζω μιλώντας για μια «καλυμμένη»
επιθυμία που ίσως αποτελεί την πραγματικά
φιλοσοφική και ποιητική σχέση, ανάμεσα
στο νου και τη ζωή. «Γιατί η επιθυμία
κινείται παλινδρομικά ανάμεσα στο νου
και τη ζωή. Η ζωή, επίσης, αποζητάει τον
νου. Δύο κόσμοι των οποίων η σχέση είναι
ερωτική χωρίς καμιά διευκρίνιση
ετερότητας φύλου, χωρίς ο ένας να
αντιπροσωπεύει το αρσενικό και ο άλλος
το θηλυκό στοιχείο: αυτού του είδους οι
κόσμοι είναι η ζωή και ο νους. Επομένως
δεν υπάρχει η δυνατότητα της ένωσης
ανάμεσά τους, αλλά μόνο η σύντομη
μεθυστική ψευδαίσθηση μιας ένωσης και
κατανόησης, μιας αιώνιας έντασης χωρίς
λύση… Το πρόβλημα του ωραίου είναι ότι
ο νους αισθάνεται τη ζωή και η ζωή
αισθάνεται τον νου σαν κάτι το ωραίο.
…Ο νους που αγαπάει δεν είναι φανατικός·
είναι πολυμήχανος, πολιτικός· ερωτοτροπεί
και ο τρόπος του να ερωτοτροπεί είναι
η ερωτική ειρωνεία. …».
Θάνατος στη
Βενετία (Death in Venice, 1971) σε σκηνοθεσία
Luchino Visconti
Πέστε
μου αν υπάρχει κανένας καλύτερος τρόπος
για να «προδοθεί» κανείς περισσότερο.
Η ιδέα μου του ερωτισμού, η εμπειρία
μου, έχει βρει την απόλυτη έκφρασή της
σε αυτές τις γραμμές. Και στο τέλος, τι
άλλο έχομε εδώ από τη μετάφραση στη
γλώσσα της κριτικής και της πρόζας ενός
ποιήματος που συμβαίνει νε είναι από
τα πιο ωραία ερωτικά ποιήματα στον
κόσμο, το ποίημα του οποίου η τελευταία
στροφή αρχίζει με το στίχο: «Wer
das Tiefste
gedacht, liebt
das Lebendigste».6
Αυτό
το υπέροχο ποίημα περιέχει ολόκληρη τη
δικαίωση αυτής της συγκινησιακής τάσης
που εξετάζομε, και ολόκληρη την εξήγησή
της, που είναι και η δική μου επίσης.
Βέβαια ο Stefan George
είπε ότι στον Θάνατο στη Βενετία το
ανώτατο έχει διασυρθεί στον χώρο της
παρακμής – και έχει δίκιο· δεν βγήκα
άθικτος από τη φυσιοκρατική σχολή. Αλλά
προκήρυξη, καταγγελία; Όχι.
Χάρηκα
που η ιστορία άρεσε στον K.
Hiller,7
γιατί σέβομαι τον Hiller,
είναι υπερβολικά διανοητικός, αλλά η
οξύτητά του δεν καταλήγει σε αυθάδεια
δεν είναι κακό· οι επιθέσει του εναντίον
μου παρέμειναν έντιμες. Η ειδική ερωτική
διάθεση είναι φανερά το ίδιο ακριβώς
ουδέτερη σε σχέση με τη φιλοσοφία όσο
και με την αισθητική και την κουλτούρα:
η μεγαλύτερη δυνατή ποικιλία διαθέσεων
μπορεί να προκύψει από αυτήν. Η ανθρωπιστική
δραστηριότητα που ο Hiller
αντλεί από τις ρίζες της σεξουαλικότητάς
του μου είναι ξένη, και συχνά απωθητική.
Δεν είναι φυσικά τόσο διαποτισμένη από
τη στάση του παρία που παρουσιάζει η
εφιαλτική επιτροπή του Δρ. Hirscfeld8
–αλλά έχει
κάτι από τη χροιά της. Τα συμπεράσματα
του Blüher
μου ταιριάζουν πολύ περισσότερο και τα
βρίσκω πολύ ενδιαφέροντα. Για να μην
αναφερθώ στην προσωπικότητα του George
και τις ευγενής ηγετικές του ικανότητες.
Η εχθρότητα του Hiller
απέναντί μου είναι αυτή της Διαφώτισης
απέναντι στο Ρομαντισμό. «Ο συντηρητισμός
σαν ερωτική ειρωνεία του νου» -είναι
ασφαλώς, είναι μι κάπως τολμηρή ρομαντική
διατύπωση.
Αναγκάστηκα
να γράψω βιαστικά, όχι ικανοποιητικά,
και αποσπασματικά. Βγάλτε τα πέρα όσο
καλύτερα μπορείτε. Για να έχω αποδώσει
δικαιοσύνη στο θέμα, θα έπρεπε να είχα
γράψει γι’ αυτό μια ολόκληρη μελέτη
–μια μελέτη, που, χωρίς αμφιβολία, έχει
έρθει πια η ώρα να γραφεί.
Με τους πιο
φιλικούς μου χαιρετισμούς.
Σημειώσεις:
1.
Τόμας
Μαν, Γράμματα, μτφ. Νανά Ησαΐα, εκδόσεις
Νεφέλη, Αθήνα 1985.
2. Carl Maria Weber (1890), κριτικός, δοκιμιογράφος, δάσκαλος.
2. Carl Maria Weber (1890), κριτικός, δοκιμιογράφος, δάσκαλος.
3.
Willy Seidel
(1887-1934), μυθιστοριογράφος.
4.
Hans Blüher
(1888-1955), ένας συγγραφέας που άσκησε μεγάλη
επιρροή στο κίνημα της γερμανικής
νεολαίας. Ο Μαν είχε διαβάσει με μεγάλη
προσοχή το βιβλίο του «Die
Rolle der Erotic
in der männlichen
Geselschaft» (1917-19)
5.
Homoerotisch στα Γερμανικά.
6.
«Αυτός του οποίου η σκέψη έχει πάει ως
το βάθος, αγαπάει τη ζωή στην κορύφωσή
της». Ο πρώτος στίχος της δεύτερης
στροφής του ποιήματος του Χέλντερλιν
«Σωκράτης και Αλκιβιάδης».
7.
Kurt Hiller
(1885), συγγραφέας και επαναστάτης
ειρηνιστής. Φυλακίστηκε σε στρατόπεδο
συγκεντρώσεως το 1933 και εξορίστηκε το
1934. Επέστρεψε στη Γερμανία στη δεκαετία
του πενήντα.
8.
Magnus Hirscfeld
(1868-1935), γιατρός και σεξολόγος, ιδρυτής
και διευθυντής του Ινστιτούτου για την
Σεξουαλική Επιστήμη στο Βερολίνο. Πάλεψε
εναντίον των ειδικών νόμων για την
ομοφυλοφιλία. Πέθανε εξόριστος στη
Γαλλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου