Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Yukio Mishima (1925-1970), αφιέρωμα (a tribute)



ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στις 25 Νοεμβρίου 1970 η Ιαπωνία λιγότερο και ο κόσμος ολόκληρος περισσότερο, μένουν κατάπληκτοι με την δημόσια αυτοκτονία του διάσημου Ιάπωνα συγγραφέα, Γιούκιο Μίσιμα (Yukio Mishima). Για τον Μίσιμα το γεγονός δεν είναι παράδοξο, αλλά είναι η εναρμόνιση της «ενέργειας του σπαθιού» και της «ενέργειας της πέννας», που ήταν και το ζητούμενο τούτου του συγγραφέα. Εκείνη λοιπόν τη μέρα, ο Μίσιμα με άντρες τού ιδιωτικού του στρατού, κατέλαβε συμβολικά μια στρατιωτική μονάδα στο Τόκυο. Έβγαλε λόγο με σκοπό να εμφυσήσει στους Ιάπωνες στρατιώτες το παλιό πνεύμα των Σαμουράι, κάτι που ο ίδιος θεωρούσε προϋπόθεση για την αναστύλωση των πεθαμένων παραδοσιακών αξιών. Στη συνέχεια μπροστά στις κάμερες μαζί με το νεαρό φίλο του Μορίτα, κάνει χαρακίρι, διαμαρτυρόμενος για τη «δυτικοποίηση» του ιαπωνικού τρόπου ζωής. Με την κίνησή του αυτή ο Μίσιμα δεν θέλησε να κάνει τίποτα διαφορετικό απ' αυτό που είχαν κάνει ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες και στοχαστές. Να μην αυτονομίσει δηλαδή το νου από το χέρι του, με πρόσχημα πως οι ρόλοι μοιράζονται: άλλοι έχουν νου και άλλοι χέρι, τη στιγμή μάλιστα που η χρήση του χεριού είναι ευκολότερη από την χρήση του μυαλού. Το θέμα είναι ότι ο Μίσιμα δεν κατάλαβε πως αυτά τα προβλήματα δεν κανονίζονται αυθαίρετα, γιατί έτσι το θέλει ένας...
Ωστόσο ο Μίσιμα πριν απ' το κάθε τι είναι ένας μεγάλος ιδεόληπτος με αναχρονιστικές έμμονες ιδέες, που θα ήταν άδικο να τις χαρακτηρίσουμε φασιστικές, Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Βασίλης Ραφαηλίδης.1 «Ο Μίσιμα δεν ήταν φασίστας, ούτε καν μιλιταριστής με την τρέχουσα σημασία της λέξης. Ήταν ένας άνθρωπος περιπλεγμένος μέσα στις μύριες αντιφάσεις του, η σπουδαιότερη απ' τις οποίες ήταν η αντιφατική προς τα παραδοσιακά ιαπωνικά ήθη ομοφυλοφιλία του, που, ωστόσο την “ξεπέρασε” ίσα-ίσα για να πείσει τον εαυτό του πως ήταν ένας “γνήσιος Ιάπων”. Αν δεν έκανε χαρακίρι στις 25 Νοεμβρίου του 1970, ίσως να έγραφε μερικά ακόμα αριστουργήματα σαν το Εξομολογήσεις μιας μάσκας». Να σημειώσουμε εδώ με την ευκαιρία το χαρακτηριστικό γεγονός πως το μυθιστόρημα αυτό καθώς και το Απαγορευμένα χρώματα, η γυναίκα του Μίσιμα τα απέσυρε απ' την κυκλοφορία μετά το θάνατό του, προφανώς γιατί δεν ήθελε να ξέρει ο κόσμος πως ένας τόσο «άντρας» όσο χρειαζόταν για να κάνει χαρακίρι φορώντας στρατιωτική στολή δικής του εμπνεύσεως, ήταν ένας ομοφυλόφιλος που καταπιέζοντας την φύση του, την μετάλλαξε σε ένα πάθος για μια παλιά Ιαπωνία παραδοσιακή εξιδανικευμένη από τον ίδιο. Να σημειώσουμε εδώ το σκάνδαλο που δημιουργήθηκε, όταν το 1963 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Έικο Χοσόε Βασανιστήριο ρόδων, με ημίγυμνες φωτογραφίες του, που τον παρουσιάζουν να ποζάρει σαν Άγιος Σεβαστιανός. Στην ουσία ο Μίσιμα ποτέ δεν μπόρεσε να παραδεχτεί την ομοφυλοφιλία του, το σίγουρο είναι πως η καταπίεση της πραγματικής του φύσης και η βεβιασμένη από τον ίδιο ετεροφυλία του έφεραν το μοιραίο τέλος. 

Shintaro Ishihara και Yukio Mishimaτο, 1956

Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ2 γράφει σχετικά: «Έχουμε όλοι μας μια τάση ν' αναφερόμαστε όχι μόνο στο συγγραφέα, που εξ ορισμού εκφράζεται μέσα στα βιβλία του, αλλά και στο άτομο, το αναγκαστικά πάντα ξεχωριστό, αντιφατικό και μεταβαλλόμενο, το εδώ κρυμμένο και εκεί ορατό, και τέλος, και κυρίως, στο πρόσωπο, αυτή τη σκιά ή ανταύγεια που ορισμένες φορές το ίδιο το άτομο (και ισχύει στην περίπτωση του Μίσιμα) συμβάλει στην προβολή της από άμυνα ή από πρόκληση, πέρα όμως και παρά την οποία ο αληθινός άνθρωπος έζησε και πέθανε μέσα στο αδιαπέραστο μυστικό που είναι η κάθε ζωή.
[...] Ένα νέο πρόσωπο κάνει την είσοδό του, ο Μορίτα, εικοσιενός τότε ετών, από την επαρχία, μεγαλωμένος σε κολέγιο καθολικών, ωραίος, στιβαρός αλλά όχι ψηλός, που φλέγεται από την πατριωτική φλόγα που καίει εκείνον που πολύ γρήγορα θα λέει δάσκαλό του (Sensei), τιμητικός τίτλος που δίνεται από τους φοιτητές στους καθηγητές τους. Είπαν πως η ωμή κλίση στην πολιτική περιπέτεια του Μίσιμα ήταν ανάλογη με την ορμητικότητα του νεαρού άντρα· τον είδαμε ωστόσο να συγκρατεί τον υπασπιστή του το 1969, όταν σχεδίαζαν κάποιο πραξικόπημα. Σχεδόν θα θέλαμε να πιστέψουμε πως ορισμένες δυσάρεστες πλευρές του σεππούκου των δύο αντρών πήγαζαν από την φαντασία του νεότερου που είχε ίσως μεθύσει από ταινίες και μυθιστορήματα βίας, ο Μίσιμα, όμως δεν είχε λόγους να στραφεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Το πολύ-πολύ να ένοιωσε ένα ξανάνιωμα όταν επιτέλους βρήκε (ο Μορίτα γράφτηκε τελευταίος στον κατάλογο της Αψίδας) τον σύντροφο και ίσως και τον séide που περίμενε. Μας δείχνουν τόσο σκληρό αυτόν τον νεαρό, ώστε να παίρνει μέρος στις ασκήσεις της Τατενοκάι σέρνοντας μέσα σε γύψο, το πόδι του που είχε σπάσει σε κάποιο άθλημα, “ακολουθώντας παντού το Μίσιμα σαν μια μνηστή”, φράση που αποκτάει σημασία αν αναλογιστούμε πως η λέξη μνηστεία σημαίνει δέσμευση πίστης και πως καμιά δέσμευση δεν είναι μεγαλύτερη από την υπόσχεση να πεθάνεις μαζί». 
 
 

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ - Άγιος και Μάρτυρας3
Ο θεαματικός θάνατός του στις 25 Νοεμβρίου 1970 έκανε τον Γιούκιο Μίσιμα (Yukio Mishima) γνωστό σ’ ένα ευρύ κοινό που ως εκείνη τη στιγμή δεν ήξερε και πολλά πράγματα για την ιαπωνική λογοτεχνία. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως μερικά από τα έργα του που κυκλοφόρησαν αμέσως μετά το θάνατό του σε εκδόσεις τσέπης, είχαν στο εξώφυλλό τους μια φωτογραφία η οποία τον απεικόνιζε γυμνό μ’ ένα πανί γύρω από τους γοφούς και ένα σπαθί στο χέρι. Οι έσχατες πράξεις και στιγμές της ζωής του δημιούργησαν φόβους για τυχόν αναγέννηση του ιαπωνικού μιλιταρισμού και στην ίδια την Ιαπωνία δεν ήταν λίγοι αυτοί που θεώρησαν τις φλογερές του ενέργειες, αποκορύφωμα των οποίων στάθηκε η ιεροτελεστία του σεπούκου, σαν τα πρώτα δείγματα της δείγματα της αναζωπύρωσης της υπερεθνικιστικής έξαρσης του 1930. Παρόλα αυτά η δραματική του έκκληση για αναθεώρηση του ιαπωνικού συντάγματος δεν βρήκε καμιά απολύτως απήχηση ούτε και προκάλεσε άνοδο του μιλιταριστικού πνεύματος. …..
Ο Μισίμα γεννήθηκε στο Τόκιο στις 14 Ιανουαρίου του 1925 και ο πατέρας του ήταν ένας απλός δημόσιος υπάλληλος. Αντίθετα ο παππούς του είχε χρηματίσει γενικός διοικητής του Καραμούτο, αλλά είχε την ατυχία να απολυθεί εξαιτίας ενός σφάλματος που διέπραξε ένας από τους υφισταμένους του. Ο Μισίμα ένιωθε αληθινή υπερηφάνεια γι’ αυτόν, αλλά επειδή καταγόταν από αγροτική οικογένεια απέφευγε να τον αναφέρει και προτιμούσε να μνημονεύει την οικογένεια της γιαγιάς του η οποία ανήκε στην τάξη των σαμουράι. Σύμφωνα μ’ όλες τις μαρτυρίες η γυναίκα αυτή ήταν έξυπνη, καλλιεργημένη και δυναμική αλλά ταυτόχρονα εκκεντρική και υστερική και φαίνεται πως αυτός ήταν ο λόγος που οι δικοί της δέχτηκαν να την παντρέψουν μ’ έναν άντρα κοινωνικά κατώτερό της.
Είναι πολύ πιθανόν η εγγραφή και η φοίτηση του Μισίμα στο κολέγιο των Ομοτίμων (γκακουσχούι) να οφείλεται σε δική της επιμονή και μόλο που δεν ήταν απαραίτητο να ανήκει κανείς στην αριστοκρατία για να πάει στο σχολείο αυτό, όσοι δεν ήταν αριστοκράτες αντιμετωπίζονταν λίγο-πολύ σαν παρείσακτοι. Επιπλέον στο σχολείο αυτό είχαν πάψει να επικρατούν οι αρχές του 11ου αιώνα οι οποίες ήθελαν τους ευγενείς να ασχολούνται αποκλειστικά με την ποίηση και τη ζωγραφική και εφαρμόζονταν οι κανονισμοί που είχε θεσπίσει ο στρατηγός Νίγκι Μαρεσούκε, ήρωας του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου και πρόεδρος του κολεγίου μέχρι την αυτοκτονία του το 1912. Ένα απ’ τα πρώτα διηγήματα του Μισίμα με τον τίτλο Τσιγάρο περιγράφει τον περιφρονητικό τρόπο με τον οποίο του φέρθηκαν τα μέλη της λέσχης του ράγκμπι, όταν τους αποκάλυψε πως ανήκει στην φιλολογική λέσχη. Τις εμπειρίες του αυτές τις καταγράφει και στο διήγημά του Το παιδί που έγραφε ποίηση αλλά εκεί μιλάει επίσης και για την γοητεία που ασκούσαν πάνω του οι λέξεις. Πράγματι όπως όλα τα προικισμένα με λογοτεχνικές αρετές παιδιά, του άρεσαν πάντα οι πιο περίεργες λέξεις ακόμα κι αν δεν καταλάβαινε απόλυτα τη σημασία τους και στη μετέπειτα λογοτεχνική του σταδιοδρομία ήταν ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς που αρνήθηκαν να αποδεχτούν την απλοποιημένη ορθογραφία η οποία επικράτησε στην Ιαπωνία μετά τον πόλεμο. Συνάμα ήταν μόνιμα πολέμιος όσων δε χειρίζονταν σωστά τη γλώσσα και το λεξιλόγιό του συνέχιζε να είναι πάντα πλούσιο Σε πολλές περιπτώσεις δε δίστασε να υιοθετήσει το ύφος των κλασικών συγγραφέων της ιαπωνικής λογοτεχνίας και οι περίτεχνες παρομοιώσεις που αφθονούν στα γραφτά του και τα χαρακτηρίζουν, αποτελούν τη λογική συνέπεια των ποιημάτων που συνέθετε όταν ήταν παιδί. Μετά την εφηβεία του δεν ξανάγραψε ποιήματα, αλλά η ποιητική του φαντασία επέμενε να αναβρύζει κάθε τόσο παρόλο που έκανε σύντομες προσπάθειες για να την ελέγξει. Στο διήγημά του Το παιδί που έγραφε ποίηση παρωδεί με τον πιο έξοχο τρόπο την αγάπη του για τις παρομοιώσεις αυτές.


Το πρώτο σημαντικό έργο του Μίσιμα είναι το Ανθισμένο δάσος, που το ‘γραψε το 1941, όταν ήταν δεκάξι μόλις χρόνων και σ’ αυτό έχει ήδη υιοθετήσει το «ωραίο» λεγόμενο «ύφος». Πράγματι στο διήγημα αυτό που αποτελεί επίτευγμα, μιας και είναι γραμμένο από ένα νεαρό άτομο με ελάχιστη πείρα ζωής, αφθονούν οι παρομοιώσεις ενώ δε λείπουν και τα κάθε είδους αποφθέγματα που είναι και αυτά απ’ τα χαρακτηριστικά στοιχεία του ύφους του Μίσιμα. Το Ανθισμένο δάσος προοριζόταν για ένα μικρό φιλολογικό περιοδικό που έβγαζαν οι σπουδαστές του Κολεγίου των Ομοτύμων. Όμως ο καθηγητής του Μίσιμα εκτιμώντας που εκτίμησε πολύ το γραπτό αποφάσισε να το δημοσιεύσει στο περιοδικό Μπουγκέι Μπάνκα (Τέχνη και Πολιτισμός) που ο ίδιος και οι συνάδελφοί του έβγαζαν τρεις φορές το χρόνο. Περιοδικό ολιγοσέλιδο με μικρή κυκλοφορία που διακρινόταν όμως για το υψηλής ποιότητας περιεχόμενό του. Αν και οι υπόλοιποι καθηγητές δίσταζαν να δημοσιεύσουν το διήγημα ενός μόλις δεκαεξάχρονου συγγραφέα φοβούμενοι μήπως οι γονείς του το θεωρήσουν κάπως πρόωρο, βρήκαν τη χρυσή τομή να κυκλοφορήσουν το διήγημα με το ψευδώνυμο Γιούκιο Μίσιμα. Ο μικρός Κιμπάκε Χιαρόκα δέχτηκε και από τότε υπόγραφε όλα του τα έργα με αυτό το όνομα. Το Ανθισμένο δάσος, με ορισμένα άλλα μεταγενέστερα διηγήματα, κυκλοφόρησε σε βιβλίο τον Οκτώβριο του 1944. Η ιστορία αναφέρεται σε κάποιο γέρο που ζει ολομόναχος χωρίς συγγενείς και φίλους σε μια ερημιά και περνάει τον καιρό του αναθυμούμενος το παρελθόν. Μια απ’ τις σκέψεις που κάνει προαναγγέλλει ήδη τον Μίσιμα της ωριμότητας:
«Η πιο σίγουρη απόδειξη του παρόντος είναι η μνήμη. Η αγάπη ή στην προκειμένη περίπτωση η αφοσίωση, είναι τόσο φοβερά έντονες συγκινήσεις που δεν μπορούν να χωρέσουν στη τρέχουσα πραγματικότητα. Έτσι μόνο μέσα από τη μνήμη μπορεί κανείς να τις ανιχνεύσει και να τις συγκεκριμενοποιήσει. Μοιάζουν με μικρό ρυάκι που τα’ ακούς και προσπαθείς να τα’ ανακαλύψεις και που μονάχα όταν παραμερίσεις τα φύλλα που το σκεπάζουν μπορεί να καθρεφτίσει στα νερά του το γαλάζιο ουρανό. Τα φύλλα που πλέουν στην επιφάνειά του δεν είναι σε θέση να καθρεφτίσουν τίποτε απολύτως».
Ακολουθεί το κύριο θέμα του έργου:
«Όλοι μας έχουμε απειράριθμους προγόνους. Πολλές φορές φωλιάζουν μέσα μας ενώ άλλοτε παραμένουν μακριά μας, τηρώντας επίμονα τις αποστάσεις τους από εμάς. Οι πρόγονοι μας φτάνουν ως εμάς με χίλιους τρόπους. Μπορεί οι άνθρωποι νε μην πιστεύουν και να το αμφισβητούν. Είναι όμως αλήθεια».
Τα επόμενα διηγήματά του μιλούν κι αυτά για προγόνους που ζουν κατά κάποιο τρόπο μες στον αφηγητή και συμμερίζονται τις προτιμήσεις και τις αδυναμίες του, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται η αγάπη του για τη θάλασσα και το Νότο. Η θάλασσα μάλιστα επανέρχεται αδιάκοπα σ’ όλα τα βιβλία και στο τελευταίο του, την τετραλογία Η θάλασσα της γονιμότητας, μετατρέπεται σε καίριο σύμβολο ζωής.


Η λατρεία που έτρεφε ο Μίσιμα για τον ήλιο και τη θάλασσα συνδέεται απόλυτα με τη λατρεία του για το ανθρώπινο σώμα και η προσήλωσή του στα τρία αυτά στοιχεία έμεινα σταθερή και αναλλοίωτη έστω και αν με το πέρασμα των χρόνων τα ενδιαφέροντά του πλάτυναν και κάλυψαν καινούργιους ορίζοντες. Εξάλλου οι Προγονικές Μνήμες που αναφέρονται αδιάκοπα στο Ανθισμένο δάσος, δεν περιορίζονται στο ιαπωνικό μόνο παρελθόν αλλά περικλείουν και κάθε λογής εξωτικό ανατολίτικο αντικείμενο όπως βιβλία στολισμένα με λάκα, πόρτες από σφυρήλατο σίδερο και ποδαράτα ποτήρια.
Την αγάπη του για την κλασική ιαπωνική λογοτεχνία, που στα πρώτα του γραφτά τείνει να πάρει τη θέση της προσωπικής εμπειρίας, του την καλλιέργησαν οι καθηγητές του Κολεγίου των Ομοτίμων οι οποίοι και τον μύησαν σ’ αυτήν. Η αδυναμία του για τους κλασικούς έμελλε να διαρκέσει όλη του τη ζωή και η τετραλογία Η θάλασσα της γονιμότητας είναι εμπνευσμένη από ένα μυθιστόρημα της περιόδου Χεϊάν. Ταυτόχρονα όμως εμπεριέχει κι ένα σωρό στοιχεία από άλλα κλασικά έργα. Έτσι, ενώ οι πιο πολλοί απ’ τους συγγραφείς της γενιάς του επιμένουν να υπογραμμίζουν το χάσμα που τους χωρίζει απ’ την παραδοσιακή ιαπωνική λογοτεχνία, ο Μίσιμα εξακολουθούσε και διάβαζε τα κλασικά έργα, άλλοτε για να ψυχαγωγηθεί και άλλοτε για να αντλήσει απ’ αυτά εμπνεύσεις. Απ’ αυτά εκείνα που τον γοήτευαν πιο πολύ ήταν τα μεσαιωνικά έργα όσα δηλαδή ανήκουν σε μια πολεμοχαρή εποχή η οποία έμοιαζε κατά κάποιο τρόπο με τη δική μας. Ταυτόχρονα το έργο του είναι επηρεασμένο και από την αγάπη του για το θέατρο Νο, πράγμα που προκύπτει όχι μόνο από το γεγονός πως έγραψε σύγχρονα θεατρικά έργα στο ύφος του Νο, αλλά και από τα ίδια του τα μυθιστορήματα όπου πολλές φορές η αφήγησή του ακολουθεί τον τρόπο της αφήγησης των παραδοσιακών έργων.
Το 1944 ο ιαπωνικός στρατός, μετά από μια σειρά ήττες, είχε κατακερματιστεί στις Φιλιππίνες από τους Αμερικανούς, ενώ ταυτόχρονα υπήρχε φοβερή έλλειψη σε χαρτί. Παρόλο που η στιγμή ήταν εντελώς απρόσφορη για την κυκλοφορία «λεπταίσθητων» διηγημάτων σαν αυτά που απάρτιζαν την συλλογή Ανθισμένο δάσος που μόλις είχε κυκλοφορήσει σε τέσσερις χιλιάδες αντίτυπα, η έκδοση εξαντλήθηκε μέσα σε μια εβδομάδα δείχνοντας έτσι πως το κοινό διψούσε για πράγματα που δεν είχαν σχέση με τον πόλεμο. Αν και τα μετέπειτα χρόνια ο Μίσιμα τάχθηκε υπέρ του επανεξοπλισμού της Ιαπωνίας, ο πόλεμος τον είχε αφήσει αδιάφορο. Όταν τον κάλεσαν να περάσει από το συμβούλιο επιλογής, αντί να παρουσιαστεί στο στρατολογικό γραφείο του Τόκυο, πήγε και παρουσιάστηκε στο στρατολογικό γραφείο του τόπου καταγωγής του με τη σκέψη πως η ασθενική του εμφάνιση, η οποία θα περνούσε απαρατήρητη στην πρωτεύουσα, θα έκανε την εντύπωση που αυτός επιζητούσε σ’ ένα χώρο όπου κυριαρχούσαν ρωμαλέοι χωριάτες. Εκτός όμως απ’ αυτό τον βοήθησε και η τύχη γιατί την μέρα που παρουσιάστηκε είχε γρίππη και ο νεαρός γιατρός της στρατολογίας, άπειρος καθώς ήταν, διέγνωσε βρογχίτιδα και πνευμονία. Ο Μίσιμα δεν έκανε καμιά προσπάθεια για να τον βοηθήσει να αντιληφθεί την αλήθεια κι έτσι πήρε ένα χρόνο αναβολή. Όταν όμως ήρθε η ώρα να ξαναπαρουσιαστεί, ο πόλεμος είχε πια τελειώσει. Αξίζει να σημειωθεί πως το τάγμα στο οποίο τον είχαν κατατάξει, αν είχε γίνει δεκτός, εξοντώθηκε ολοκληρωτικά στις Φιλιππίνες. 


Ο Μίσιμα εξακολούθησε να γράφει και τον Ιανουάριο του 1946 πήγε και επισκέφτηκε τον Καραβαμπάτα, έχοντας μαζί του τα χειρόγραφα δυο διηγημάτων του. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς και μετά από μεσολάβηση του ίδιου του Καβαμπάτα, το ένα απ’ αυτά τα διηγήματα δημοσιεύτηκε σε κάποιο καινούργιο αλλά πολύ σοβαρό περιοδικό. Το διήγημα αυτό που είχε τον τίτλο Τσιγάρο είναι το πιο συγκινητικό από τα έργα του Μίσιμα γιατί σ’ αυτό δεν καταγράφεται ο κόσμος των μεγάλων ιδωμένος μέσα από τα βιβλία και τα διαβάσματα του συγγραφέα του, αλλά εκτίθενται με τρόπο άμεσο και ποιοτικό προσωπικά βιώματα:
«Εκείνη τη νύχτα καθώς ξαγρυπνούσα ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου σκαφτόμουν όλα όσα μπορεί να συμβούν σ’ ένα αγόρι της ηλικίας μου. Τι είχε απογίνει αλήθεια η περηφάνια μου; Δεν έλεγα πάντα πως δε θα ήθελα να ήμουν κάποιος άλλος απ’ αυτόν που ήμουν; Να όμως που ξαφνικά είχα λαχταρίσει να γίνω ένας άλλος κι αυτό που ως τότε θεωρούσα άσχημο είχε μεταμορφωθεί ξαφνικά σε κάτι σχεδόν ωραίο».
Το διήγημα Το τσιγάρο είναι το πρώτο από τα έργα του Μίσιμα όπου εκτίθενται, και μάλιστα με τρόπο φοβερά οξύ, προσωπικά καθαρώς βιώματα και συναισθήματα.
Οι Κλέφτες, το πρώτο μυθιστόρημα του Μίσιμα κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1948 που υπήρξε μια απ’ τις πιο παραγωγικές χρονιές του, μόλο που την εποχή εκείνη εργαζόταν στο Υπουργείο Οικονομικών. Λίγο μετά την έκδοση του βιβλίου παραιτήθηκε, πράγμα που απογοήτευσε βαθιά τον πατέρα του, αλλά ήδη το ταλέντο του είχε ακόμα κι από εκείνους που ένα-δυο χρόνια νωρίτερα τον αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό ή δε συμφωνούσαν με τις πολιτικές του ιδέες. Την ίδια περίπου εποχή μπήκε στην ομάδα που έβγαζε το περιοδικό Κιντάι Μπουκάγκου (Σύγχρονη Λογοτεχνία) αλλά επειδή τα περισσότερα μέλη του ήταν αριστεριστές, ο Μίσιμα φρόντισε να κρατήσει κάποιες αποστάσεις. Ο Μίσιμα μέχρι το τέλος της ζωής του, έμεινε σταθερά απολιτικός και παρόλη την συμπάθεια που έτρεφε για τη δεξιά δε συνεργάστηκε ποτέ με τις διάφορες νεφελώδης και άγνωστων επιδιώξεων ακροδεξιές ομάδες τις οποίες μάλιστα και καυτηριάζει στο μυθιστόρημά του Ξεχαλίνωτα άλογα. Εξάλλου η καυστική κριτική που άσκησε κατά καιρούς ενάντια στους πολιτικούς και τους οικονομικούς μεγιστάνες της χώρας του ξεκινούσε από κίνητρα εντελώς διαφορετικά από τα κίνητρα των αριστερόφρονων συναδέλφων του.


Το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό το πραγματοποίησε το 1951. Έκανε ουσιαστικά το γύρω του κόσμου αλλά ο πιο σημαντικός σταθμός της περιήγησής του αυτής στάθηκε η Ελλάδα, η οποία και τον είχε γοητεύσει απ’ τα παιδικά του χρόνια. Η επίσκεψή του στην Ελλάδα τον έκανε να νοιώσει πως οι σκοτεινές πτυχές της ζωής με τις οποίες είχε ασχοληθεί ως τότε ήταν κάτι ατελές και το βιβλίο του Ο αχός των κυμάτων, που κυκλοφόρησε το 1954μ είναι ο πρώτος καρπός αυτής της καινούργιας του αντίληψης. Το έργο είναι εμπνευσμένο απ’ τον ελληνικό θρύλο του Δάφνη και Χλόης και ο Μίσιμα ακολουθεί επακριβώς την πλοκή του θρύλου αυτού. Η μόνη διαφορά είναι πως οι δυο εραστές δεν είναι βοσκοί αλλά κερδίζουν τη ζωή τους σαν ψαράδες σε κάποιο μικρό νησί.
Το μυθιστόρημά του Χρυσό κιόσκι, που οι κριτικοί το θεωρούν ως το καλύτερό του έργο, αναφέρεται στα γεγονότα που οδήγησαν στην πυρπόληση του φημισμένου ναού του Κιότο. Η πυρπόληση του ναού είναι γνωστή στον αναγνώστη από την αρχή κιόλας του βιβλίου, αλλά εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι το τι έγινε αλλά το γιατί έγινε, οι λόγοι δηλαδή για τους οποίους ο καλόγερος που στο βιβλίο ονομάζεται Μιτσοκούσι, αποφάσισε να καταστρέψει ένα εθνικό μνημείο.
Το Χρυσό κιόσκι δεν είναι εύκολο βιβλίο και οι διάλογοι που έγραψε ο Μίσιμα δεν ηχούν αληθινοί στα στόματα των ηρώων. Δίνει την εντύπωση πως έχει φτιάξει ένα καινούργιο Μαγικό βουνό με πρόσωπα όμως πολύ λιγότερο αληθοφανή από τα πρόσωπα του Τόμας Μαν. Πέτυχε εν τούτοις να γράψει ένα καθαρόαιμο φιλοσοφικό μυθιστόρημα που παρόμοιό του δεν είχε γραφτεί ως τότε στην Ιαπωνία και να το απευθύνει στο πλατύ κοινό το οποίο και το αποδέχτηκε ευχαρίστως. Δε θα αποτελούσε μάλιστα υπερβολή να έλεγε κανείς πως το Χρυσό κιόσκι είναι το πιο σημαντικό ιαπωνικό μυθιστόρημα του αιώνα μας.

Yukio Mishimaτο, φωτογραφία του Shirou Aoyama, 1956

Το μυθιστόρημα Το σπίτι του Κιότο που κυκλοφόρησε το 1959, στάθηκε η πρώτη αποτυχία του Μίσιμα. Πρόκειται για έργο αληθινά φιλόδοξο και σ’ αυτό προσπάθησε να εξιστορήσει τις εμπειρίες του από τη δεκαετία του ’50 όταν μοίραζε τις δραστηριότητές του σε ποικίλους τομείς.
Τον Ιανουάριο του 1960 άρχισε να γράφει και να δημοσιεύει τμηματικά το μυθιστόρημά του Μετά το συμπόσιο, που γνώρισε σημαντική επιτυχία και τον Ιανουάριο του 1961 δημοσίευσε το έργο Πατριωτισμός που ήταν το πρώτο από μια σειρά έργων αφιερωμένο στους νεαρούς αξιωματικούς της δεκαετίας του ’30.
Την εποχή εκείνη ο Μίσιμα είχε φτάσει στο απόγειο της φήμης του και κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο δημοφιλής. Οι σπαθιστικές του επιδόσεις απασχολούσαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, η ταινία που γύρισε με βάση το βιβλίο του Πατριωτισμός έκανε πάταγο και η είδηση πως εκπαιδεύτηκε μυστικά για ένα μήνα στις ιαπωνικές μονάδες αυτοάμυνας προκάλεσε βαθιά εντύπωση. Το 1969 δημιούργησε έναν ιδιωτικό στρατό από 100 άτομα που είχε την επωνυμία «Αδελφότητα της Ασπίδας» και είχε για στόχο του την υπεράσπιση του αυτοκράτορα.
Όλες αυτές οι δραστηριότητές του αύξησαν σημαντικά τη δημοτικότητά του αλλά δεν παρεμπόδισαν τη δημιουργικότητά του. Τα καλύτερα θεατρικά του έργα Η κυρία Σαντ και Ο φίλος μου ο Χίτλερ γράφτηκαν εκείνη ακριβώς την περίοδο και την ίδια εποχή έγραψε και το φημισμένο και πιο επεξεργασμένο απ’ όλα του τα έργα μυθιστόρημα Ο ναυτικός που αρνήθηκε τη θάλασσα. Το βιβλίο αυτό που συναγωνίζεται σε βαρύτητα το Χρυσό κιόσκι εμπεριέχει ορισμένες απ’ τις πιο καίριες και σταθερές του απόψεις. Να τι γράφει ο ίδιος: «Πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω ακράδαντα πως οι γέροι είναι απέραντα άσχημοι και οι νέοι απέραντα όμορφοι. Η γνώση των γερόντων είναι κατηφής και σκοτεινή ενώ οι πράξεις των νέων λαμπρές και διάφανες. Γενικά οι άνθρωποι όσο γερνούν γίνονται χειρότεροι. Μ' άλλα λόγια η ανθρώπινη ζωή είναι μια πορεία προς την παρακμή και την κατάρρευση».
Η σταθερή του αυτή πεποίθηση επιβεβαιώθηκε κατά τον πιο κατηγορηματικό τρόπο απ' όλα όσα έκανε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και μόλο που το στερνό του έργο Η θάλασσα της γονιμότητας είναι όντως σπουδαίο, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Μίσιμα, αν ζούσε, θα είχε καταφέρει να γράψει ένα γνήσιο αριστούργημα ισάξιο του Πόλεμος και Ειρήνη ή του Αδελφοί Καραμαζόφ. Όμως απ' ότι φαίνεται κάποια στιγμή έπαψε να πιστεύει στον εαυτό του και προτίμησε το σύντομο και μεγαλειώδες κατά τη γνώμη του τέλος από τη μακρόχρονη φθορά των γηρατειών.
Ντόναλντ Κιν


Εξομολογήσεις μιας μάσκας, το αριστούργημα του Μίσιμα4
Το μυθιστόρημα Εξομολογήσεις μιας μάσκας είναι το πιο αποκαλυπτικό κείμενο του Μίσιμα που ακόμα και σήμερα, που το έργο του απαρτίζεται από σαράντα και παραπάνω τόμους, εξακολουθεί και θεωρείται κορυφαίο επίτευγμά του. Ωστόσο αυτό ακριβώς το τόσο πολυσυζητημένο μυθιστόρημα που τον έκανε διάσημο, δεν το διαβάζουν πάντα σωστά και οι πιο πολύ από τους αναγνώστες και θαυμαστές του το βλέπουν είτε σαν μια παρωδία εξομολόγησης είτε σαν μια ψεύτικη αυτοβιογραφία. Οι ομοφυλοφιλικές τάσεις του ήρωα οι οποίες τον εμποδίζουν να νιώσει αληθινό πόθο για την κοπέλα που αγαπά προκάλεσαν κάποια σύγχυση στους κριτικούς που άλλοι απ’ αυτούς κατέληξαν στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για σάτιρα ενώ άλλοι υπεύθυνη για την ανικανότητα του ήρωα θεώρησαν την κακή διατροφή. Το πιο περίεργο μάλιστα είναι πως κανείς τους δε σκέφτηκε πως οι εξομολογήσεις μιας μάσκας δεν ήταν παρά η εξομολόγηση ενός ένοχου πάθους. Οι Αμερικανοί πάντως εκδότες του Μίσιμα αρνήθηκαν να εκδώσουν το έργο πιστεύοντας πως αυτό θα κατέστρεφε την εντύπωση που είχαν για το συγγραφέα οι Αμερικανοί αναγνώστες. Ο Ιάπωνες όμως το είδαν σαν την περίπαθη μαρτυρία κάποιου νεαρού που αποκτά συνείδηση του εαυτού του και οι ομοφυλοφιλικές τάσεις που εκφράζονται μέσα σ’ αυτό θεωρήθηκαν από όλους σαν δείγμα ερωτικής ανωριμότητας και από άλλους σαν σύμβολα της στειρότητας του μεταπολεμικού κόσμου. Ο Μίσιμα αρνήθηκε με σφοδρότητα πως επρόκειτο για προσωπική του εξομολόγηση και προσπάθησε να αποδείξει με κάθε τρόπο το ενδιαφέρον του για τις γυναίκες. Όποιες όμως κι αν ήταν οι εξηγήσεις που έδωσε ο ίδιος και οι κριτικοί του, οι Εξομολογήσεις μιας μάσκας σου επιβάλλουν να σκεφτείς πως βρίσκεσαι εμπρός σε συγκινήσεις και εμπειρίες απόλυτα προσωπικές. Το πιθανότερο λοιπόν είναι πως ο Μίσιμα δε θέλησε να δώσει μια ακριβή απλώς περιγραφή της νιότης του αλλά να απελευθερωθεί μέσα από την εξομολόγηση από τα τέρατα που κουβαλούσε στα βάθη της ψυχής του. Πάντως εκείνο που αξίζει κυρίως να υπογραμμιστεί είναι η θέση που κατέχουν Οι εξομολογήσεις μιας μάσκας στην εξέλιξη του Μίσιμα. Πράγματι στο βιβλίο αυτό ο τρόπος που χειρίζεται το υλικό του είναι εντελώς αντίθετος με κείνον που του δίδαξε η κλασική λογοτεχνία. Ο ήρωάς του δεν εκστασιάζεται με το πρώτο φιλί που δέχεται, όπως συνέβαινε σε όλα τα βιβλία που είχε διαβάσει μέχρι τότε, και αν δεν καταφέρνει να κερδίσει το χέρι της αγαπημένης του δεν είναι επειδή αυτή είναι ήδη αρραβωνιασμένη με κάποιον άλλον, αλλά επειδή ο ίδιος διαπιστώνει πως το προσωπείο που του έχουν επιβάλει να φορά μια ζωή και η τέχνη τού είναι κυριολεκτικά αφόρητο. Πως όμως αντιδρά; Αντί να καταφύγει στον αυτοοικτιρμό –συναίσθημα που περιφρονεί- ή να νοιώσει τρόμο για την κατάστασή του, επιλέγει να αφηγηθεί όλη την πορεία που τον οδήγησε εξελικτικά στη συνειδητοποίηση της κατάστασής του αυτής.
Ορισμένα από τα θέματα που θίγονται στις εξομολογήσεις μιας μάσκας τα βρίσκουμε και σε άλλα έργα του Μίσιμα αλλά ποτέ με τη μορφή της εξομολόγησης. Το συγκεκριμένο βιβλίο έχει πετύχει πάντως το σκοπό του και αποτελεί μια «σπαρτιατική άσκηση αυτοπειθαρχίας». Ταυτόχρονα παραμένει ένα καθαρόαιμο μυθιστόρημα που αγγίζει και την πιο απτή πραγματικότητα. Μετά από μια σειρά κειμένων που όλα τους μιλούσαν αποκλειστικά για την ομορφιά, το αιφνίδιο αυτό ανακάτεμα ομορφιάς και πραγματικότητας κάνει τις Εξομολογήσεις μιας μάσκας κορυφαίο έργο του Μίσιμα.
Ντόναλντ Κιν


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ5
1925. Γεννιέται στις 14 Ιανουαρίου στο Τόκιο ο Κιμιτάκε Χιροάκα, γνωστός αργότερα με το ψευδώνυμο Γιούκιο Μίσιμα. Ο πατέρας του Ατζούσα, 31 ετών είναι διπλωματούχος της Νομικής με υψηλή διοικητική θέση στο υπουργείο Γεωργίας. Η μητέρα του Σίτζουε, 20 ετών, είναι κόρη φιλολόγου γυμνασιάρχη και απόγονος μιας οικογένειας σινολόγων. Ο μικρός Μίσιμα μεγαλώνει υπό την επίβλεψη και αυστηρή επιτήρηση της γιαγιάς του (από τη μεριά του πατέρα του) η οποία καταγόταν από παλιά διακεκριμένη οικογένεια των σαμουράι με πολιτικές εξουσίες.
1928. Γεννιέται στις 23 Φεβρουαρίου η μικρή του αδελφή Μιτσούκο. Ο Μισίμα ζει απομονωμένος στην κάμαρα της γιαγιάς του, μακριά από τους γονείς του.
1929. Αρρωσταίνει βαριά με θανάσιμο κίνδυνο «Από αυτοδηλητηρίαση» αφηγείται η μητέρα του στις αναμνήσεις της Ο γιος μου ο Μίσιμα. Μια περίεργη ασθένεια που θα τον βασανίσει ως την εφηβεία του και για την οποία η γιαγιά του θα τον περιορίσει, ακόμα περισσότερο, μέσα στο σπίτι.
1930. Γεννιέται στις 19 Ιανουαρίου ο αδελφός του, Τσιγιούκι. Μαθαίνει να διαβάζει και να σχεδιάζει. Του αρέσουν τα παραμύθια με πρίγκιπες και με όσους είναι προορισμένοι να πεθάνουν.
1931. Πηγαίνει στο δημοτικό σχολείο των Ιαπώνων ευπατρίδων. Υπερβολικά αδύναμος για να συμμετάσχει στη γυμναστική, γίνεται αντικείμενο χλεύης και κλείνεται στον εαυτό του. Οι πρώτες του ποιητικές δοκιμές εμφανίζονται στο σχολικό περιοδικό «Μικρή Κερασιά».
1937. Φοίτηση στο γυμνάσιο. Πάντα υπό την κηδεμονία της γιαγιάς που τον μυεί στον κόσμο του θεάτρου Νο.
1938. Στο ίδιο σχολικό περιοδικό δημοσιεύονται οι νουβέλες του Σουκάμπο και Ιστορία μιας πραγματείας Ζεν.
1939. Πεθαίνει η γιαγιά του. Δημοσιεύει τα πρώτα του θεατρικά Οι σοφοί της Ανατολής και Η Διαμονή.
1940. Αντιδράσεις από τον πατέρα του για την στροφή του προς την λογοτεχνία. Γνωρίζεται με τον ποιητή Καβάτζι. Ορισμένα από τα ποιήματά του εκδίδονται στη συλλογή Συλλογή ποιημάτων ενός δεκαπεντάχρονου.
1941. Δημοσιεύει την νουβέλα του Το ανθισμένο δάσος υπό το ψευδώνυμο Γιούκιο Μίσιμα. (Το όνομα προέρχεται από την λέξη yuki που σημαίνει χιόνι, ενώ το επώνυμο, σύμφωνα με την μαρτυρία του πατέρα του, το βρήκε από τον τηλεφωνικό κατάλογο. Αντίθετα, κατά τον βιογράφο του, Χένρι Σκοτ Στόουκς, προέρχεται από τοπωνύμιο της περιοχής του Φουτζιγιάμα).
1942. Μαθαίνει Γερμανικά. Μελετά ιστορία και ποίηση. Μυείται στον κύκλο των εθνικιστικών Διανοουμένων. Γράφει ποιήματα με πατριωτικό χαρακτήρα. Δημοσιεύει σε περιοδικό τα αφηγήματα Το φεγγάρι πάνω στην επιφάνεια του νερού και Η Άνοιξη του χρυσοχόου.
1943. Δημοσιεύει τα αφηγήματα Για τις μελλοντικές γενιές και Ημερολόγιο Προσευχών. Ο πόλεμος μαίνεται. Μελετά ιαπωνική λογοτεχνία του μεσαίωνα και τα έργα του θεάτρου Νο. Δημοσιεύεται η Ιστορία της Μαντάλα.
1944. Παίρνει μέρος ως στρατιωτικός (Β2) στις ασκήσεις των μηχανικών της Ναυτικής Ακαδημίας, όπου κατασκευάζονται τα αεροπλάνα των καμικάζι. Δημοσιεύει το αφήγημα Αποσπάσματα του φιλοσοφικού ημερολογίου ενός δολοφόνου του μεσαίωνα. Αποφοιτά αριστούχος από το λύκειο. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας τον τιμά με δώρο και τον δέχεται στα ανάκτορα. Ο Μίσιμα επηρεάζεται βαθιά. Εγγράφεται στο πανεπιστήμιο και εκδίδει την πρώτη του συλλογή διηγημάτων Το Ανθισμένο Δάσος που γνωρίζει τεράστια επιτυχία.


1945. Η Ιαπωνία δέχεται ισχυρότατα πλήγματα. Ο Μίσιμα κλείνεται στον εαυτό του. Σκέφτεται την αυτοκτονία. Γράφει την Ιστορία στο Ακρωτήρι. Πεθαίνει από τύφο η αδελφή του.
1946. Γνωρίζεται με τον συγγραφέα Καβαμπάντα. Δημοσιεύονται οι Σημειώσεις ενός ψευτο-Δον Ζουάν και Τσιγάρο.
1947. Αποφοιτά από τη Νομική και διορίζεται στο υπουργείο Οικονομικών. Συνεχίζει να γράφει και να αρθρογραφεί.
1948. Δημοσιεύει τα: Το τσίρκο, Γυναικεία αρετή, Πεταλούδες Το μαρτύριο, Ένας ευγενικός άνθρωπος, Οικογενειακή αρμονία, Χάρη, Ερωτισμός, Ο κριματισμένος κ.α. Εγκαταλείπει τη θέση του στο υπουργείο Οικονομικών και ασχολείται ολοκληρωτικά με την λογοτεχνία. Εκδίδει, χωρίς επιτυχία, το μυθιστόρημα Οι κακούργοι. Γράφει την νουβέλα Το λιοντάρι και το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Εξομολογήσεις μιας μάσκας, που το δημοσιεύει, με τεράστια επιτυχία, τον επόμενο χρόνο.
1949. Δημοσιεύει πολλά διηγήματα και νουβέλες, όπως: Ο υπουργός, Το βαρύ φορτίο του έρωτα, Το πέρασμα των δαιμόνων, Ερωτική ανησυχία. Ακόμα το δράμα Ο φάρος, καθώς και τα άρθρα «Θεραπεία της ασθένειας που ονομάζεται ευτυχία», «Περί της κοινωνικής χρησιμότητας των δηλητηρίων» κ.α. Ανεβάζει στο θέατρο το δράμα του Το σπίτι φλέγεται.
1950. Γράφει τις νουβέλες Φρούτα, Πάπιες μανδαρίνων, Η λευκή νύχτα και τα μυθιστορήματα Δίψα για έρωτα, Η πράσινη εποχή και Απαγορευμένα χρώματα. Ακόμη το θεατρικό Καντάν.
1951. Χρονιά δημιουργικότατη. Εκδίδει πολλά έργα και τα Χριστούγεννα αναχωρεί, ως ειδικός απεσταλμένος εφημερίδας, για ταξίδι ανά τον κόσμο.
1952. Δημοσιεύει δοκίμια, διηγήματα, θεατρικά δράματα, συνεντεύξεις, άρθρα. Γράφει τα Νυχτερινά Ηλιοτρόπια. Επηρεασμένος από την Ελλάδα γράφει τη Φωνή των κυμάτων και Ο Λέων. Το Μάιο επιστρέφει στο Τόκιο. Δημοσιεύει το διήγημα Θάνατος στο μεσοκαλόκαιρο.
1953. Μεγάλος εκδοτικός οίκος αναλαμβάνει να εκδώσει τα Άπαντά του. Γυρίζεται ταινία το αφήγημα Η περιπέτεια της Νατσούκο. Ο ίδιος παίζει θέατρο. Δημοσιεύονται τα διηγήματα Ταξιδιωτικός επιτάφιος, Το αυγό, Απρόοπτη στάση, Ανικανοποίητες γυναίκες και σε συνέχειες το μυθιστόρημα Η πρωτεύουσα του έρωτα.
1954. Δημοσιεύει τα δράματα Η πριγκίπισσα Αόι και Νέοι επιστρέψτε στη ζωή. Ακόμη Το κλειδωμένο δωμάτιο, Βεντέτα, Η θεά, Ο νεαρός που γράφει ποιήματα, Ο έρωτας του ιερέα του ναού Σίγα, Ο ήχος του νερού. Ανεβαίνει στο θέατρο Η ερωτική σαγήνη ενός πωλητή σαρδέλας.

 

1955. Ασχολείται με τη γυμναστική bodybuilding και την πυγμαχία. Εκδίδει το δράμα Η θάλασσα και η δύση, το μυθιστόρημα Ο καταρράκτης που βυθίζεται και Η αναχώρηση του πλοίου Ευτυχία καθώς και τα θεατρικά Τα τρία βασικά χρώματα και Φωλιά για τερμίτες. Δημοσιεύει σε συνέχειες το δοκίμιο Σειρά μαθημάτων για τον σύγχρονο έρωτα.
1956. Δημοσιεύει το δράμα Το μεγάλο εμπόδιο και σε συνέχειες τα μυθιστορήματα Το χρυσό περίπτερο, Μια άνοιξη που κράτησε πολύ.
1957. Συνεχίζει να ασχολείται με το θέατρο. Έργα του γυρίζονται ταινίες. Καλείται για διάλεξη στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν. Επισκέπτεται πολλές ξένες χώρες και την Ελλάδα.
1958. Δημοσιεύει το δράμα Το ρόδο και ο πειρατής. Παντρεύεται τον Ιούνιο την Γιόκο Σουγκιγιάμα, 21 ετών, κόρη γνωστού ζωγράφου που του γνώρισε ο Καβαμπάτα. Εξηγεί την απόφασή του στο άρθρο του «Ο περίπλοκος γάμος μου». Αρχίζει να ασχολείται με την ξιφασκία. Κυκλοφορεί τη συλλογή δοκιμίων Μαθήματα ανήθικης αγωγής.
1959. Κυκλοφορεί το δοκίμιο Πορτρέτο 18 και 34 ετών. Τον Ιούνιο γεννιέται η κόρη του, Νορίκα. Δημοσιεύει το κείμενο Η γυναίκα είναι απόρθητη. Υπογράφει συμβόλαιο ως ηθοποιός με κινηματογραφική εταιρία.
1960. Δημοσιεύονται τα Τροπικά δέντρα. Μετά το συμπόσιο, και Η δεσποινίς. Πρωταγωνιστεί στην ταινία Η Σαλώμη. Γράφει το πολιτικό διήγημα Πατριωτισμός και το δράμα Ο επαίτης μοναχός. Αναχωρεί με τη γυναίκα του για τρίμηνο ταξίδι.
1961. Γεννιέται ο γιος του, Ιτσίρο. Ο Μίσιμα αποκτά φρουρά από την αστυνομία εξαιτίας απειλών κατά της ζωής του. Δημοσιεύει το Παιχνίδι ζωών, Οι φράουλες και Η έφοδος της ομορφιάς. Στο θέατρο παίζονται Τα χρυσάνθεμα της δέκατης μέρας.
1962. Γράφει το Λουλούδια στο καπέλο, Το Θερμός, Χαριτωμένοι αστερισμοί κ.α. Σχεδιάζει το πιο φιλόδοξο έργο του, την κατοπινή τετραλογία Η θάλασσα της γονιμότητας.

Ο Ken Ogata στο ρόλο του Μίσιμα στην ομώνυμη ταινία του Πωλ Σρέηντερ (Paul Schrader), 1985

1963. Δημοσιεύει πολλά έργα όπως: Σταφιδόψωμο, Διαμάντι, Μια πηγή στη βροχή, Εισιτήριο, Ο ναυτικός που αρνήθηκε την θάλασσα, Σπαθί καθώς και τα αυτοβιογραφικά δοκίμια Τα χρόνια της αλητείας μου. Δημιουργείτε σκάνδαλο από τις ημίγυμνες φωτογραφίες του στο βιβλίο του Έικο Χοσόε Βασανιστήριο ρόδων. Οι ηθοποιοί αρνούνται να ανεβάσουν το έργο του Η άρπα της χαράς.
1964. Σχηματίζει νέα θεατρική ομάδα. Αισθάνεται ανικανοποίητος, θέλει να επιτύχει πολλά ακόμη. Γράφει τη Μουσική και Μετάξι και διορατικότητα.
1965. Εκδίδει τη νουβέλα Ο καθαρός έρωτας του πρωινού, και τα Ανοιξιάτικο χιόνι, Το παγώνι, Η Μαρκησία ντε Σαντ. Τον Οκτώβριο το όνομά του εμφανίζεται στον κατάλογο των υποψηφίων για Νόμπελ.
1966. Βραβεύεται από το υπουργείο Παιδείας, ενώ η ταινίας του έρχεται δεύτερη σε διεθνές διαγωνισμό στη Γαλλία. Εκδίδονται δοκίμιά του. Δημοσιεύονται σε συνέχειες τα μυθιστορήματα Απαγορευμένο ένδυμα και Σχολή αλληλογραφίας του Γιούκιο Μίσιμα. Παίρνει μέρος στο μαραθώνιο και γνωρίζεται με νεαρούς που θα επανδρώσουν αργότερα το στρατό του.
1967. Δημοσιεύει Το ρολόι. Ανακηρύσσεται πρόεδρος της εταιρείας συγγραφέων και καλλιτεχνών. Ανήκει ξανά στους επίσημους υποψήφιους για το βραβείο Νόμπελ.
1968. Συνεχίζει ακάθεκτος την συγγραφική του σταδιοδρομία με διηγήματα, δοκίμια, θεατρικά και άρθρα. Παράλληλα ασχολείται με τις πολεμικές τέχνες και παίρνει μέρος σε στρατιωτικές ασκήσεις. Γυρίζει αρκετές ταινίες. Σχηματίζει ένα παραστρατιωτικό σώμα, την Εταιρεία της ασπίδας. Δημοσιεύει το δράμα Ο φίλος μου ο Χίτλερ. Το Νόμπελ κερδίζει ο συμπατριώτης και φίλος του, Γιασουνάρι Καβαμπάτα.
1969. Δίνει προς τύπωμα το δοκίμιο Μετατρέπουμε το Πανεπιστήμιο του Τόκιο σε ζωολογικό κήπο και το άρθρο «Αντιεπαναστατική διακήρυξη», επίσης σε συνέχειες την «Επαγωγή στην Επιστήμη της Πράξης» προσπαθώντας να καθορίσει το χαρακτήρα του δικού του στρατού.
1970. Οι Αμερικανοί τον θεωρούν ως τον «Ιάπωνα Χέμινγουεϊ». Γράφει, συνθέτει και κυκλοφορεί σε δίσκο τον ύμνο του στρατού του «Εμπρός νεαροί κόκκινοι λέοντες!». Κυκλοφορεί τα δοκίμια Τα πρωτότυπα συναισθήματα. Διοργανώνει έκθεση φωτογραφίας για τη ζωή του με τίτλο Τέσσερα ποτάμια (πεζογραφία – Θέατρο – Σώμα – Πράξη). Η έκθεση έχει 100.000 θεατές. Γράφει το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος Έκπτωτος Άγγελος, τελευταίο μέρος της τετραλογίας Η θάλασσα της γονιμότητας. Την επόμενη μέρα 25 Νοεμβρίου, ώρα 12.15, μετά από εκφώνηση λόγου στα μέλη του στρατού του, κάνει χαρακίρι.
1976. Συγκεντρώνονται τα άπαντά του σε 36 τόμους.



ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΜΙΣΙΜΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
  • Η Μαρκησία ντε Σαντ, μτφ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης, εκδόσεις Άγρα, 2011.
  • Η ηθική των Σαμουράι στη σύγχρονη Ιαπωνία, μτφ. Γιώργος Βλάχος, εκδόσεις Ερατώ, 2007.
  • Ο ναός του χρυσού περιπτέρου, μτφ. Λήδα Παλλαντίου, εκδόσεις Καστανιώτη, 1999.
  • Πέντε σύγχρονα έργα Νο, μτφ. Ελένη Μαύρου, εκδόσεις Δωδώνη, 1998.
  • Ανοιξιάτικο χιόνι (Η θάλασσα της γονιμότητας Ι), μτφ. Γιούρι Κοβαλένκο, εκδόσεις Καστανιώτη, 1992.
  • Αφηνιασμένα άλογα (Η θάλασσα της γονιμότητας ΙΙ), μτφ. Γιούρι Κοβαλένκο, εκδόσεις Καστανιώτη, 1996.
  • Ο ναός της αυγής (Η θάλασσα της γονιμότητας ΙΙI), μτφ. Γιούρι Κοβαλένκο, εκδόσεις Καστανιώτη, 1996.
  • Ο εκπεσών άγγελος (Η θάλασσα της γονιμότητας IV), μτφ. Γιούρι Κοβαλένκο, εκδόσεις Καστανιώτη, 1996.
  • Ο ήχος των κυμάτων, μτφ. Γιούρι Κοβαλένκο, εκδόσεις Καστανιώτη, 1995.
  • Δίψα για έρωτα, μτφ. Γιούρι Κοβαλένκο, εκδόσεις Καστανιώτη, 1994.
  • Εξομολογήσεις μιας μάσκας, μτφ. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, Εκδόσεις Οδυσσέας, 1994.
  • Η κυρία Αόι, μτφ. Μάκης Λαχανάς, εκδόσεις Απόστροφος, 1993.
  • Μετά το συμπόσιο, μτφ. Ντίνα Κισκίνη, εκδόσεις Παρατηρητής, 1990.
  • Ο ναυτικός που αρνήθηκε τη θάλασσα, μτφ. Βαγγέλης Κατσάνης, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος Σ.Ι., 1993.

Πηγές και σημειώσεις:
1. Βασίλης Ραφαηλίδης, Έθνος, 9 Φεβρουαρίου 1986
2. Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, ΜΙΣΙΜΑ ή ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ, μτφ. Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα, 1990
3. Ντόναλντ Κιν, από την εισαγωγή στο βιβλίο Ο ναυτικός που αρνήθηκε τη θάλασσα, μτφ. Βαγγέλης Κατσάνης, εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1993.
4. Ντόναλντ Κιν, από την εισαγωγή στο βιβλίο Ο ναυτικός που αρνήθηκε τη θάλασσα, μτφ. Βαγγέλης Κατσάνης, εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1993.
5. Από το επίμετρο στο βιβλίο, Ο ναυτικός που αρνήθηκε τη θάλασσα, μτφ. Βαγγέλης Κατσάνης, εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1993.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου