Tοῦ
Kαλοκαιριοῦ
[...]
[...]
IIΙ
Ἄψογα καὶ προπάντων ζωντανά,
Ἄψογα καὶ προπάντων ζωντανά,
ὡραία
σώματα νεανικά,
τούτη
ζητῶ τή βεβαιότητα.
Mὴ
μού θυμίσεις τήν ἀρετή,
ἔχει
γεράσει, φόρεσε γυαλιά
μέ
σκελετό χρυσό, φυλάγει
ἀπό
τό φῶς τ' ἄχροα μάτια της.
Ἔχει
ἀραιά μαλλιά, κοκκινωπά,
ἀσπριδερή
ἐπιδερμίδα, ὄλο φακίδες
κιτρινωπές.
Πές,
ἄν μπορεῖ
νά
καταλάβει μιά τέτοια γυναίκα
τήν
ὑπερηφάνεια πού χαρίζει ὁ ἥλιος
στό
λαμπρό σῶμα, ἐφηβικό,
ἐκεῖνου
τοῦ ἐφήβου ἀκριβῶς,
ποῦ
στάθηκε γυμνός καί ὄρθιος,
στήν
πλῶρη τῆς ἄσπρης βάρκας.
Περνούσε
τό βαποράκι
τῆς
συγκοινωνίας γιά τά θαλάσσια λουτρά
καί
οἱ παχιές γυναῖκες μέ τά πολλά παιδιά,
χειροκροτοῦσαν
ἄπ' τό πλοῖο ἔξαλλες.
Ζωή
Καρέλλη, «Τοῦ καλοκαιριοῦ» (ἀπόσπασμα), ἀπό τή συλλογή, Παραμύθια,
(1955).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου